- προσδιαρθρώ
- -όω, Α1. διαμελίζω επί πλέον2. μτφ. ερμηνεύω κάτι ακόμη λεπτομερώς («οὐ γὰρ ἱκαναὶ αἱ ἔννοιαι ἀποφῆναι σοφόν, ἂν μὴ ᾖ ὁ προσδιαρθρώσων», Ανώτ. π. Θεαίτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + διαρθρῶ «διακρίνω, διαπλάσσω, διαμορφώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.